- φυγόστρατος
- -η, -οαυτός που αποφεύγει τη στράτευση, τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, ο ανυπόταχτος ή ο λιποτάχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυγόστρατος — ο, Ν ανυπότακτος («τόν έχουν κηρύξει φυγόστρατο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + στρατός (πρβλ. λιπό στρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
λιπόστρατος — ο αυτός που απέφυγε τη στράτευση, φυγόστρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στρατός] … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 … Dictionary of Greek
φυγοστρατία — η, Ν η αποφυγή τών στρατιωτικών υποχρεώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόστρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φυγάδας — ο 1. αυτός που τράπηκε σε φυγή σε ώρα μάχης ή κινδύνου, που εγκατέλειψε τη θέση του (ή τις τάξεις του στρατού, σε καιρό πολέμου), ο λιποτάχτης. 2. αυτός που δεν πήγε να καταταχτεί στο στρατό, αν και επιστρατεύτηκε η κλάση του, ο ανυπόταχτος, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγοστρατία — η το να είναι κανείς φυγόστρατος (λιποτάχτης ή ανυπόταχτος), η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)